|
ο прохаживающийся; гуляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прохаживающийся? — περιπατητής как на (ново)греческом будет слово гуляющий? — περιπατητής как с (ново)греческого переводится слово περιπατητής? — прохаживающийся, гуляющий — στανικά — εμβρυουλκία — γκόρτσο — φορτωτήρα — μαγιολική — ζωοψυχολογία — διημερίδα — ακούμπωτα — αναπολώ — αποπνικτικός — σακχαροφόρος — φουμάω — βανιλλίνη — εκατοστόλιτρο — αναρχοσοσιαλιστής — ανημπόρια — μεταγλωττίζω — αδρασκελάω — απενοχοποιούμαι — σαγηνευτής — μοσχοπουλώ |
|||