|
το 1) уборка урожая, жатва; 2) урожай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уборка урожая? — σόδειασμα как на (ново)греческом будет слово жатва? — σόδειασμα как на (ново)греческом будет слово урожай? — σόδειασμα как с (ново)греческого переводится слово σόδειασμα? — уборка урожая, жатва, урожай — παραδρομή — φαλίδο — κανταΐφι — καρποφορώ — αναχλός — οπισθογεμής — ευμένεια — μισοχορτασμένος — κούλουρη — αυτοπαιδεμός — βρέμα — μελομακάρονο — κουτσομπόλικος — μουσαφιρλίκι — απορροφούμαι — διαφωνώ — ιάσιμος — χαμηλόπλωρος — γκραβορίτης — λαλητά — ηλεκτρικό δυναμικό |
|||