|
(-εως) η сушение, сушка (белья, одежды) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сушение? — στέγνωση как на (ново)греческом будет слово сушка? — στέγνωση как с (ново)греческого переводится слово στέγνωση? — сушение, сушка — κρέμ — μηχανουργικός — αστερήσιος — τοπιογραφία — κανορινύ — γκοριτσιά — μικρουλάκι — κάλυμμα — άτρομος — δολομίτης — αποσαπίζω — διακρίνομαι — κατουρώ — ανασταλτός — καλώς — Σκωτσέζα — Βατοπέδι — τετράκλινος — αυγοκόβω — λασπόχτιστος — αναφλέγω |
|||