|
II τό чистота, невинность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистота? — αμίαντο как на (ново)греческом будет слово невинность? — αμίαντο как с (ново)греческого переводится слово αμίαντο? — чистота, невинность — συντομογραφικά — άκλεφτος — θαμνοσκεπής — μαϊτάπι — αιθέρας — δυαδικός — βραδυπαλμία — Μ — ανείδωτος — κρατούμενο — ξελεκιάζω — κομητεία — μηχανοστάσιο — παλιατζίδικο — βυζανιάρικος — αχινός — κουλάκος — απατεώνισσα — καθιστά — πιναρός — ρηματάκι |
|||