|
η 1) единоборство; 2) поединок; дуэль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единоборство? — μονομαχία как на (ново)греческом будет слово поединок? — μονομαχία как на (ново)греческом будет слово дуэль? — μονομαχία как с (ново)греческого переводится слово μονομαχία? — единоборство, поединок, дуэль — επικάλυμμα — ακρίβια — ξεπροβόδημα — κατάκοπος — ανεμομάζωμα — γουνάτος — αστράγγιστος — μουγκαλίζομαι — στεγάζω — αρκουδήσιος — ευρωπαϊκός — παιδεύομαι — λευκωματώδης — ξεκληρίζω — ξεμασκαλίζω — δομισμός — σχεδιοποίηση — αμπαρωτός — εμβόλιο — γατονουρά — συμφιλιώτρια |
|||