|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεβηλώνομαι? — — ανήστευτος — πυρομανία — καυτός — απογέμιση — βαθύς — ανορθωτικά — Χριστιανός — αναγορευτικός — νικημένος — ανερμήνευτος — καμακίζω — γκινιόζος — πρόσηβος — τοιουτοτρόπως — συγχωρήσιμος — αναβληθείς — μασκαράς — γωνίδι — δοκιμάζω — σταυραετός — ρινολογία |
|||