|
το гриб; === φυτρώνω σάν τό ~ — вырасти словно из-под земли, неожиданно явиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гриб? — μανιτάρι как с (ново)греческого переводится слово μανιτάρι? — гриб — αγκυρώνω — μπαρουτόβολα — ραδιολόγος — πηγούνι — μικροχημεία — περιποιώ — λήθη — εμπειροπόλεμος — τρατάρω — κιβδηλεύω — περίσταση — Μετέωρα — ταβερνόβιος — τροφοδότηση — κατσιάζω — νομαδισμός — σοβαρότητα — Φλαμανδός — εμπρεσσιονισμός — μπαϊρακτάρης — ανόχλητος |
|||