|
(αόρ. κατήγαγον, παθ. αόρ. κατήχθην) добиваться; ~ νίκην — добиться победы, победить; ~ θρίαμβον — торжествовать победу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добиваться? — κατάγω как с (ново)греческого переводится слово κατάγω? — добиваться — ευρεσιτεχνία — γαλακτοκομικός — αχύλωτος — φιλέορτος — φιλονεικία — κούκλα — αυτοκαταστροφή — ρουμελιώτικα — κατατεμαχισμός — γυμνοσπέρματος — επτανησία — ιερόδουλη — στομωμένος — εξανθηματικός — χανάτο — ξεπουπούλιασμα — πλημμελειοδικείο — Μαγιάπριλο — ανακαρού — ημιμαθής — άγρωστιδα |
|||