|
ο воришка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воришка? — λωποδυτάκος как с (ново)греческого переводится слово λωποδυτάκος? — воришка — αναθομίζω — εξωδερμικός — καρπωτής — στοιχώ — πολεμίστρια — νευρών — συντροφικότητα — αμεταμέλητος — χαζομπαμπάς — αλιβάνωτος — τυπάς — οδαλίσκη — ζουζούνα — ανάδευμα — καρδιοειδής — σπούτνικ — ελικοτόμος — βρέφος — νυχτοφούντωτος — ιοντόσφαιρα — ζιβελίνη |
|||