|
το веко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веко? — γλέφαρο как с (ново)греческого переводится слово γλέφαρο? — веко — εφτακόσιοι — εμπροσθοφυλακή — σκλαβοπάζαρο — ανταρσία — φαλαινίτσα — ετυμολογώ — σκηνικά — ζαχαροπλαστική — αγνωστικιστικός — κλωνί — πίννα — ανεβάζω — δραματικότητα — ζουλεύω — γλυφονέρι — ανήκω — ανέκδοτος — καφεζυθεστιατόριο — σπίζα — ξεστρίβω — διερμηνεία |
|||