|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απεμπόληση? — — δασοσκεπής — αυτόγυρο — τακούνι — βαγονέττο — αποσκυβάλισμα — απολυμαντής — χαλκογραφία — μίλημα — συχνοβλέπω — στυφίζω — αντίζυγος — πρωία — γλυκούλης — μαγκιώρος — συλλήβδην — πελεκάνος — οίος — μαυροκόκκινος — ξαναμιλώ — λυκουρίνος — διενεργών |
|||