|
ο вдохновитель, инспиратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдохновитель? — εμπνευστής как на (ново)греческом будет слово инспиратор? — εμπνευστής как с (ново)греческого переводится слово εμπνευστής? — вдохновитель, инспиратор — αντισταθμιστικά — πλουτίζω — πρεσβεία — εκπολιτιστικός — ατοίμαστος — γαϊδουράκι — ακριβός — γουναράδικο — εξαδυνατώ — ναζίστρια — πορτοκαλί — θεριστικότης — λευκόθριξ — βρεφοζυγός — φανφαρονίστικος — ασυστόλως — ομολογήσιμος — μορφή — αντιμετατάσσω — άγνωστο — γλιδιάζω |
|||