|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλωσσάλγημα? — — μισοανοίγω — καλλωπιστήριο — ασύζευκτος — ανακαλυπτικός — ντάμπινγκ — αξιέπαινος — πρόπτυξη — δέρας — επιτρέπω — άγαν — ανταπόδειξη — ακάματος — πανδοχεύς — ανάγωγος — ελαφροπαίρνομαι — αυθέντης — στάνταρ — γαλατιάζω — πούντα — κυρώνω — πολυθεϊκός |
|||