|
1) забеременеть; 2) покрыться (о животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово забеременеть? — γαστρώνομαι как на (ново)греческом будет слово покрыться? — γαστρώνομαι как с (ново)греческого переводится слово γαστρώνομαι? — забеременеть, покрыться — σκαλοπόδαρο — όρεξη — απαρομείωτος — έκτος — βοτανικός — αναξιωσύνη — απατεώνισσα — αδελφικοασπάζομαι — ανενεργός — ολοζώντανος — αντίστοιχο — γεφυροδοποιία — ανευλάβεια — αρταίνομαι — μητρόπολη — πιστωτής — καρβελάκι — αφέψημα — δάκρυ — ξεχορτάριασμα — σολομωνική |
|||