εισήγαγα

формы словаβ
εισήγαγα
αόρ. от εισάγω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εισήγαγα? —


παίχτραλησμονούμαιδινώαναρμοδιότηταεκπολιόρκησηδιατομίςδωδεκαπλούςλιπώδηςδρεβενίτσαπελεκητόςέγκλεισμακαβαλικευτάΜαλαισίαγάλλισσακερκιδικόςταυτοποίησητοκάςασβεστοκάμινοακρόπουςσυγκλονιστικόςαποικιακά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit