|
αόρ. от εισάγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισήγαγα? — — παίχτρα — λησμονούμαι — δινώ — αναρμοδιότητα — εκπολιόρκηση — διατομίς — δωδεκαπλούς — λιπώδης — δρεβενίτσα — πελεκητός — έγκλεισμα — καβαλικευτά — Μαλαισία — γάλλισσα — κερκιδικός — ταυτοποίηση — τοκάς — ασβεστοκάμινο — ακρόπους — συγκλονιστικός — αποικιακά |
|||