|
το публичный дом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово публичный дом? — πορνείο как с (ново)греческого переводится слово πορνείο? — публичный дом — καρμίρισσα — αποβιώνω — σιδηροπάσσαλος — βιβλιοπωλείον — βιολοντσέλλο — αιματοφοβία — εγώ — ναυτομεσίτης — μακαρίως — δαπάνη — αποκωλώνω — ικεσία — μπιστολίζω — επενδυτικός — ρωσόφιλος — κτηματικός — κλιμάκωση — κλέος — ρουθούνι — αμόνοιαστα — ακινητοποίηση |
|||