|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ατζό? — — άμυλο — αναιμάκτως — κόμψευμα — αχνένιος — πίσσωμα — επτακοσιοστός — γεροντομπασμένος — άνθραξ — στασιάζω — γλυκομιλώ — γκαζομηχανή — βραδιάζοντας — αναγομώνω — ελάφίδες — ζαγάρι — μονόπραχτος — χήνα — νταούλι — πεδιάδα — μεταφράζω — νεκρολαγνεία |
|||