|
παθ. αόρ. от τήκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετάκην? — — ανεμομείκτης — θρηνολογία — διδυμοτόκος — ασκεψιά — μετείκασμα — κουβερτούλα — καλειδοσκόπιο — ελάχιστο — ξυλόπροκα — μεταθετός — κυκλώνω — κάνα — θαλαμοειδής — παρομοίως — ανιαρός — οδοντοειδής — αφειδής — μπάζα — υποσκήνιο — δικτυωτό — αφρηλόγος |
|||