|
ο подрядчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрядчик? — εργολήπτης как с (ново)греческого переводится слово εργολήπτης? — подрядчик — βλάχικα — χρονίζω — φυσητήρας — πολυλογία — μαρκάρισμα — συλλογή — τσεκουράτος — ζωοκλόπος — πορτραίτο — γιατρεύω — βενζόλιο — δράμι — χάλασμα — οινοπνευματίασις — αγριομούλαρο — ραδιόφωνο — λοσιόν — βουνιά — μακρόστενος — νοστιμάδα — ασιανός |
|||