|
II ο воен. кинжал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кинжал? — στόκος как с (ново)греческого переводится слово στόκος? — кинжал — ληνοπατώ — επιμερισμός — παξιμαδάκι — αμυγδαλόπηκτο — βιβλιολογία — δισμύριοι — κατρακυλιστός — τσίρκο — προσόμοιος — ασχημολογώ — διαπυούμαι — οπισθογεμής — αρχιλόχειος — φαγοκυτταρικός — φυματιολόγος — παστός — ιππική — αφεντομουτσουνάρα — υπέρταση — γκρεμίζομαι — ρίψασπις |
|||