|
αόρ. от. ακριβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακρίβηνα? — — αλιευτής — οδύσσεια — αρρύπαντος — ξανακεντώ — ελληνισμός — καταθλίβω — ευκατόρθωτος — γυρεύω — παράμερος — αστραμμα — κυανιούχος — ιερόδουλη — χαρχάλι — λαφοκέρατο — αναργυρία — δυναμοηλεκτρικός — φοβέρα — συντριβή — αγόγγυστος — επηρεασμός — επαύξησις |
|||