|
(-εως) η шпаклёвка (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпаклёвка? — επίπλασις как с (ново)греческого переводится слово επίπλασις? — шпаклёвка — αλλοιωτό — αρχικομπάρσος — επακολούθηση — πυροφάνι — σύσκεψη — λοφιοφόρος — τρίχινος — αποχτενίζω — υπερασπίζω — εκκόπτω — πεντόδραχμο — ληθαργικός — αλωνιάτικα — εδαφιστήριον — αντιπολιτευόμενος — Ξανθή — θωράκισμα — ηλιοθρεμμένος — επίρραμμα — παραχωρητικός — επιπολή |
|||