|
(-όνος) ο ручная пила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ручная пила? — χειροπρίων как с (ново)греческого переводится слово χειροπρίων? — ручная пила — αρκουδίσιος — φτωχολάζαρος — γυψωτός — αδέσποτο — σπηλαιολογία — εθνικοποιώ — Θεσσαλός — τσούρμα — αυτοανάπτυξη — αντίλογος — αφίσσα — γυψουργείο — ιαβέρειος — συμβιβάζω — στάντζος — ανασχίζω — Ιρλανδία — αροδάφνη — βιτούμιον — συμβιβαστικότητα — κατανάλωση |
|||