|
итальянский; αλά ~ά — по-итальянски #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово итальянский? — ιταλικός как с (ново)греческого переводится слово ιταλικός? — итальянский — μετανεωτερικότητα — λουτράρης — ανεπίδετος — ανάμιχτος — σπαγκοραμμένος — μόνος — δημευτικός — κουτσοδιαβασμένος — καρεκλίτσα — ηλεκτρικά — νόμιμα — παραπληρώνω — ιουνιανός — αδείλιαστος — αντικνήμιο — δωρητός — αλωνιάτικα — κλοτσίδι — αιμοδυναμικός — καταπονητικός — μεταλλισμός |
|||