|
αόρ. от μαίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμάνην? — — χοινίκη — ασβεστοποιός — κουσκουσούρης — ανάλογα — αμετασάλευτος — εκτεθειμένος — ίχνος — αραποσίτινος — παστό — δακτυλοδεικτώ — αμόνοιαστος — κούμπωμα — κτυπητήρι — εκόρεσα — εθνωφελής — κοινοπραγία — εξάπλευρο — μεζελίκι — σωσμός — δισέγγονον — τορευτής |
|||