Новогреческий словарь
άωτον
άωτον
το :
άκρον ~ — высшая степень; предел; кульминационный пункт
;
άκρον ~ τής σοφίας — высшая степень мудрости
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άωτον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βοοειδής
—
μαντευτός
—
ενέχω
—
γραίδιο
—
σαλαγητό
—
απλός
—
ραδιοεντοπισμός
—
καταστηματάρχης
—
αναφύτευση
—
αλιευτικός
—
ανθρώπειος
—
δόνημα
—
βουτυροποιός
—
κτήνος
—
πληροφορώ
—
άκοιρος
—
αδικητής
—
σκουλαρίκι
—
αναπνευστικός
—
καλαμοκάνα
—
Δήμητρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве