|
το : άκρον ~ — высшая степень; предел; кульминационный пункт; άκρον ~ τής σοφίας — высшая степень мудрости #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άωτον? — — κατσουφιάζω — ιεροκήρυκας — σκουτέλλα — βροχόπιασμα — τορπιλλοπλάνο — σχολή — ευκολόπαρτος — εκλογή — αγγειορραφή — κατατάσσω — χολάτος — ψυχοσωματικός — αλόξευτος — ανιχνεύω — εγκρατής — απλουστεύομαι — διγαμία — δέψη — επώνυμο — επίκληση — λιπαίνω |
|||