|
(-ητος) η 1) злобность; мрачность; 2) коварство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово злобность? — καταχθονιότης как на (ново)греческом будет слово мрачность? — καταχθονιότης как на (ново)греческом будет слово коварство? — καταχθονιότης как с (ново)греческого переводится слово καταχθονιότης? — злобность, мрачность, коварство — σκωροφάγωμα — ψαλίδισμα — ταβερνιάρης — βαφτιστήρι — εγκλωβισμός — ψευδομάχη — αδιασάλευτος — κατευόδωμα — καλαφατίζω — μονημερίς — μορφώνομαι — ρίνιση — γειαίνω — σκοτιδιάζω — ισότονος — ανελίσσω — συγκατατάσσομαι — κακοπούλι — γυψοποιείο — διαλοή — τοιχωρυχία |
|||