Новогреческий словарь
εξιλεούμαι
εξιλεούμαι
искупать (свою) вину
;
αδύνατον νά ~ωθώ απέναντι του — [phrase]я не смогу искупить свою вину перед ним[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искупать вину
? —
εξιλεούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξιλεούμαι
? — искупать вину
#
(ново)греческий словарь
—
καλησπερίζω
—
μικροβιοφάγος
—
ασέβημα
—
μαρασκίνο
—
πρίμος
—
γιούκος
—
γεραίρω
—
καταγραφικός
—
προγραφή
—
ασφαλιστής
—
προειδοποιητικός
—
ανακαινισμένος
—
γούλα
—
ακορνίζωτος
—
μετόπη
—
πρωτο-
—
αποθωρακίζω
—
μετάνιωμα
—
άνεση
—
σιδηροδέσμιος
—
υποτελωνείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве