|
αόρ. от εισέλκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισείλκυσα? — — ντήζελ — χαζός — άρρηκτος — καρυοφύλλι — ανάντη — κωνοφόρος — ακαταστρατήγητος — αστραποφεγγιά — ανεφοδιάζω — όρεξη — μουτζώνομαι — πανώριος — τραπουλόχαρτο — εξουσιάστρια — τσοντοσινεμάς — κρομμύδι — προτονίζω — έλιξ — τύφλαμάρα — μούσκουλη — στρατονομία |
|||