|
ο растениевод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растениевод? — φυτοκόμος как с (ново)греческого переводится слово φυτοκόμος? — растениевод — γαυρίζω — γινατσής — ξεδίνω — φαυλος — παιδολογία — βιβλικός — γεωργικός — δελεαστικότητα — μικροπαντρεύομαι — αψεγάδιαστος — Αϊδημήτριάτης — φέγγω — αραμπατζής — ψευτοπερνώ — απτερύγωτος — εκατόχρονα — μείων — επιστρέφω — δίξιφος — απάλα — γρενετίνη |
|||