|
прям., перен. облизываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облизываться? — ξερογλείφω как с (ново)греческого переводится слово ξερογλείφω? — облизываться — φιλοτέλεια — εκδιώκω — μπαγδατί — ανυπόγραφος — θεοκρατία — αγγειολογία — πεντηκονταετηρίδα — αυτοκινητόδρομος — αιωρίζω — ανάρτηση — κανναβόσκοινο — θεοποιώ — λυντσάρω — ξεροκόκκαλο — φιλημένος — αναδετός — κοινωνιολογικός — εδαφολογία — επανάληψη — υετός — βέτο |
|||