|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντομπροσύνη? — — καθοδηγώ — κιβωτιοποιείον — καΐκι — αλανιάρικα — ελαφροπαρμένος — επασχόληση — εμορφαίνω — ιπποφαγία — λακώ — βολεμένος — χειρουργική — βυζαντιακός — δεξιώνομαι — φουρνίζω — αναπλέω — γεροκόμιο — υπεραναμονή — κιργίσιος — αγριομολόχα — επίπωμα — φίλευμα |
|||