|
τα причуды, странности; ά(φ)σ' τά ~ — [phrase]оставь свой чудачества; брось чудить [/phrase] (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причуды? — φεγγαριάτικα как на (ново)греческом будет слово странности? — φεγγαριάτικα как с (ново)греческого переводится слово φεγγαριάτικα? — причуды, странности — γεροφλεμής — ανωδομή — εισφέρω — μπούστο — χαρουπάλευρο — παραθέριση — μισθοδότης — υποσκήνιο — ψυχολογικός — ξέρακας — χούφτωμα — ζώνω — βυθομετρία — ανεξιχνίαστος — σώος — αποστέργω — καψικόν — τοπικιστικός — κράχτης — χαίρομαι — υφέσιμος |
|||