|
трусливый, малодушный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трусливый? — λιγόψυχος как на (ново)греческом будет слово малодушный? — λιγόψυχος как с (ново)греческого переводится слово λιγόψυχος? — трусливый, малодушный — αδιενέργητος — ινδικός — φαρμακοληψία — εγχύλισμα — στιλβωτής — μόσκος — ιδιωφελής — χαζοπούλι — καλλιτσάγγαρος — αργυροχόος — σποριαρικος — δανείσιμος — πλούσιος — εκνιτρωτικός — θερμόμετρο — βάριο — ευήνεμος — άλμη — μποσικάρω — εύκλεια — μαυραγορά |
|||