|
интернационализировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интернационализировать? — διεθνοποιώ как с (ново)греческого переводится слово διεθνοποιώ? — интернационализировать — ανεμοδεικτικός — ρώτημα — σπαθοφόρος — φλόγα — απαγγιάζω — ανεξαιρέτως — καταληψία — άραγμα — αδίψαστος — βοσκή — μονόπαντα — άρπυιο — μελινίτιδα — φουσκώνω — διεκτομή — φιλιππικός — αφαλόκομμα — ελαφραίνω — άλλος — λυγιέμαι — πουλακίδα |
|||