|
ο 1) сват; 2) посредник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сват? — προξενητής как на (ново)греческом будет слово посредник? — προξενητής как с (ново)греческого переводится слово προξενητής? — сват, посредник — πύρα — αγγλομάθεια — βυζάστρια — φλογαγωγός — ακτινογραφία — ντοματούλα — αποβαρβαρωμένος — γεμώνω — κέντισμα — αθυρματάκι — ρείθρο — σκουντούφλημα — ωογενεσία — ασπριστής — προσαύξηση — απόσπερος — σπασμωδία — θρύλημα — κακογράφος — πιατέλλα — ανέγκλητος |
|||