|
(-ηνός) ο орехотворка (насекомое) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орехотворка? — ψήν как с (ново)греческого переводится слово ψήν? — орехотворка — ανακατοσούρας — απέκει — ξενιτιά — νιονιό — κρουσταλλόπαγος — ξεφλούδισμα — αποδεικνύομαι — συντάξιμος — άρριπτος — πολυήμερος — φλυτζάνι — καρκινώδης — επιπεδοσφαίριο — ροδιά — υποτριπλάσιος — απόλαψη — εξόστωση — ασφάλιστρο — καπνέμπορος — λοχεία — χορτώδης |
|||