|
изнурительный, тяжёлый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнурительный? — κατοβλητικός как на (ново)греческом будет слово тяжёлый? — κατοβλητικός как с (ново)греческого переводится слово κατοβλητικός? — изнурительный, тяжёлый — κωδικοποιούμαι — ενηλικότητα — σκορδιαλός — βάθεμα — πυρηνίνη — φύργανο — λεμφοκύτταρον — βιοτέχνης — σχοινόπλεκτος — ξερνώ — Μεξικάνή — συμπλέγμα — φιλοψευδής — ηλεκτροκόλληση — συνάχωμα — στειρωτικός — πυελομετρία — χιλιογαμημένος — γνωμοδότης — βουτυροκομία — νεκροφιλώ |
|||