Новогреческий словарь
σκηνοφύλακας
σκηνοφύλακας
ο воен.
дежурный по охране палаток
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дежурный по охране палаток
? —
σκηνοφύλακας
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκηνοφύλακας
? — дежурный по охране палаток
#
(ново)греческий словарь
—
καλόψυχος
—
αλλοτινός
—
προφυλάω
—
αντίσκηνο
—
τζαμάς
—
εκστρατεύω
—
μαλλιαρός
—
χαλαζόκοκκος
—
μασκαραλίκι
—
ατμαντλία
—
πόρεψη
—
πατισάχ
—
αξιοποίηση
—
αρραβώνιασμα
—
υπασπιστήριο
—
λευκόρροια
—
γουβωτός
—
χαλκοφόρος
—
πέσιμο
—
πειρατής
—
φλαμούρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω