|
το внутренность, внутренняя часть; τό ~ τής οικίας — внутренность дома; στό ~ (τής χώρας) — внутри страны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внутренность? — εσωτερικό как на (ново)греческом будет слово внутренняя часть? — εσωτερικό как с (ново)греческого переводится слово εσωτερικό? — внутренность, внутренняя часть — θυμιαστής — μεσεγγύηση — προεκλογή — δουλόφρων — ζώο — αναχωρητισμός — στράγγισμα — αεριοποιούμαι — επιχωρίως — ξεμανίκωτος — ερωτηματικό — βεβηλώνω — κατατρίβω — δράκουλα — κορυκεύω — δισύλλαβος — τρικλίζω — κατασκηνωτής — εξη — ετεροδημότισσα — ραντιστός |
|||