|
τα турецкий язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турецкий язык? — τουρκικά как с (ново)греческого переводится слово τουρκικά? — турецкий язык — στένω — καθαρόαιμος — καλωδίωση — τριακόσια — εντροπιάζω — εκλεξιμότητα — στοιχειωδώς — δυσλογία — κρεατοφάγος — αγγελοφτιασμένος — βροντάω — λαγκάδι — πολυπρόσωπος — διατηρήσιμος — Αρμένισσα — αλετροσίδερο — πηγαδόπετρα — μπριζολάκι — αποδεδειγμένος — παλαβώνω — αρχηγείο |
|||