|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουλάρα? — — αρχιεργάτρια — διατί — φραγγέλωση — φακιδιάρης — καπνογόνος — τεμπελχανείο — μπερμπάντεμα — πρωταρχικά — αντιγραφικά — ούρο — οινοπνευματόμετρο — δεξιοτέχνης — εφαρμόσιμος — βαφτιστικά — διατσέντο — γεμιστήρας — λυχνάρι — ρημοκκλήσι — προμηθευτικός — ξερριζώνομαι — γονόρροια |
|||