Новогреческий словарь
ανθρακωτήρας
ανθρακωτήρας
(-ήρος) ο
карбюратор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карбюратор
? —
ανθρακωτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθρακωτήρας
? — карбюратор
#
(ново)греческий словарь
—
νταντά
—
Κρητικόπουλο
—
απλοϊκότητα
—
απλούμιστος
—
δισσκάπτω
—
θηριώδης
—
αστήρικτος
—
οινοπνευματούχος
—
ιεροτελεστία
—
μεγαλομάτης
—
σκυρόστρωση
—
πλεονέκτης
—
εκπίπτω
—
αιματολόγος
—
γονή
—
μεγαλοπιάνομαι
—
φροντιστήριο
—
γλινερός
—
οργανογενετικός
—
αμπάδικος
—
ξυπνοπούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,