|
ο покой; отдых #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покой? — αναπαμός как на (ново)греческом будет слово отдых? — αναπαμός как с (ново)греческого переводится слово αναπαμός? — покой, отдых — αλήθευσις — κυνικώς — εξάγνιση — γκαλντερίμι — δισκοθήκη — βόστρυχος — γυναικίτης — ανέγνωμα — ολιγωρία — ξομπλιαστός — τεχνουργώ — πολυτρύπητος — ψευδάργυρος — ωογόνιο — φαταούλας — επιγονισμός — μετρολογικός — συμβατικά — ρανίδα — προκαταβολή — κεκαλυμμένα |
|||