|
η тамариск (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тамариск? — μυρίκη как с (ново)греческого переводится слово μυρίκη? — тамариск — μικροφυής — τοπογραφία — μουσκεύω — υγιώς — χλοάζω — μοιρολόγι — σόλοικος — ναυτοφυλακή — φέξη — μυθοποιός — επιθεώρηση — ανύστακτος — νεκρόφιλος — αναμηρυκώμαι — μπεκιαρλίκι — παράθεση — δρομάκι — αφιλτράριστος — ενοχλώ — λαλίστατος — ησκιερός |
|||