|
подпирать столбом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпирать столбом? — διαστυλώνω как с (ново)греческого переводится слово διαστυλώνω? — подпирать столбом — ψαθοποιείο — αψείριαστος — αντεισάγω — βόλισμα — σπανομαρία — προχώρηση — καταχαλνώ — ξυλόσοφος — δάσωση — στηλιτευτικός — ξομπλιάστρα — ηλιαστός — γελασηνός — οδαγωγός — ρόταρυ — μωροφιλοδοξία — αλλοπρόσαλλος — μοχθηρότητα — επονομάζω — καταφρόνια — χοιρίδιο |
|||