|
ο ювелир (продавец) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ювелир? — κοσμηματοπώλης как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματοπώλης? — ювелир — ενδοσυνεννόηση — αρτοποίηση — ανεπαίσχυντος — ιπταμαι — χορτάζομαι — ωλένιος — ξέρω — γκαρσόνι — επιχώνομαι — παντοειδής — φωταγωγημένος — γαιόκηρος — απλούστατα — διαζύγιο — διμέτωπος — διάμετρος — τάρταρα — πλημμελειοδίκης — ξεκρεμώ — ανακάθομαι — κατάγομαι |
|||