|
отталкивать; отбрасывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отталкивать? — αντωθώ как на (ново)греческом будет слово отбрасывать? — αντωθώ как с (ново)греческого переводится слово αντωθώ? — отталкивать, отбрасывать — αρχοντιλίκι — καφεπότιδα — αναπεπταμένος — υποκάτω — αστράχα — ανευθυνία — γυναικομανία — γραμμένο — μπορντούρα — άθλο — χειρόγραφο — αδιασάφητος — έμιξα — φαλκιδεύω — ξεχειμώνιασμα — μεταμορφωσιγενής — ναρκωτικό — ακυρολεκτώ — διανοητής — οδομετρικός — αποπνέω |
|||