|
ο небоскрёб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово небоскрёб? — ουρανοξύστης как с (ново)греческого переводится слово ουρανοξύστης? — небоскрёб — εμπειριοκρατικός — ανεμόδαρτος — φυσιγγιοθήκη — δοντιάζω — πολύχρονος — μελισσουργία — φερετροποιείο — σχηματισμός — μπλεγμένος — ελαφροζυγιάζω — μαντείο — σύμπνοια — αραχναίος — λεμφοκυτταρικός — δηκτικά — λουροδένω — οδοντοκεραμική — μοσχομυρωδάτος — ετοιμόγεννη — αυτοθαυμασμός — πριονίζω |
|||