|
договорный; ~ές υποχρεώσεις — договорные обязательства #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово договорный? — συμφωνητικός как с (ново)греческого переводится слово συμφωνητικός? — договорный — πεπωρωμένος — ανεβοκατέβασμα — ενασχολώ — κακοτυχίζω — αγγελιοφόρος — αδίκαστα — ανεπίψογος — ακατάτρεκτος — αργανέλλο — στολή — διμηνιό — κατακίτρινος — θαμνόφυτος — αρμολόγηση — ξενητειά — περισταλτικός — πλευρεκτομία — ερεθίζω — ακέρδευτος — μπινιάρικο — απεικόνισμα |
|||