συμφωνητικός

формы словаβ
συμφωνητικός
договорный;
          ~ές υποχρεώσεις — договорные обязательства



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово договорный? — συμφωνητικός
как с (ново)греческого переводится слово συμφωνητικός? — договорный


πεπωρωμένοςανεβοκατέβασμαενασχολώκακοτυχίζωαγγελιοφόροςαδίκασταανεπίψογοςακατάτρεκτοςαργανέλλοστολήδιμηνιόκατακίτρινοςθαμνόφυτοςαρμολόγησηξενητειάπερισταλτικόςπλευρεκτομίαερεθίζωακέρδευτοςμπινιάρικοαπεικόνισμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit